Η (νέηλυς) σ΄ αυτό τον παράδεισο δήθεν ακατοίκητο θαμπώθηκε στη θέα του. Τεράστιοι χρωματιστοί (κισσοί) σκαρφάλωναν στη κορφή εκατοναετών αγνώστων δέντρων. Στα δεξιά, στο μήκος ενός ρέματος που γουργούριζε, φούντωναν χαριτωμένες (ραφίδες). Μπροστά, δυο βήματα απ΄ αυτήν, έστηνε ένα (κίκι) του οποίου ορθώνονταν περήφανα προς τον ουρανό, όμοιες με τσαμπιά αχινούς, οι κόκκινές του κάψουλες. Ξαφνικά αναπήδηξε όταν αντιλήφθηκε, κρεμασμένο αφ΄ ένα κλαδί, ένα έμβιο ον, σκονισμένο σαν να ήταν (χοϊκό), το οποίο έγλειφε το κόμμι μιας ανθισμένης κερασιάς που αρρώστησε από (κομμίωση). Τότε η κοπέλα ξύπνησε , σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι της και θαύμασε,σκεφτική, μέσα από το παράθυρο, τα πολλά ώριμα (μέσπιλα) για τα οποία τρελαινόταν.
La nouvelle venue dans ce paradis soi-disant inhabité fut éblouie à sa vue. D'énormes lierres colorés grimpaient au sommet d'arbres centenaires inconnus. A droite, le long d'un ruisseau qui gargouillait, poussaient de gracieux palmiers luxuriants. Devant, à deux pas d'elle, se dressait un ricin dont les gogues rouges, semblables à des grappes d'oursins, s'élevaient fièrement vers le ciel. Soudain elle sursauta lorsqu'elle aperçut, pendu à une branche, un être vivant, poussièreux, comme s'il était fait de terre, qui léchait la gomme d'un cerisier fleuri, malade de la gommose. Alors la jeune fille se réveilla, se dressa debout dans son lit et contempla, pensive, à travers la fenêtre, les nombreuses nèfles mûres dont elle raffolait.