Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα σαμιαμίθι του θύσαι και απολέσαι.
"Το μπούχτισα αυτή τη ζωή, να συνέχεια μαυρίζω πάνω στον τοίχο και να κυνηγώ τα έντομα, Χρειάζομαι λίγες διασκεδάσεις, έλεγε μέσα του."
Την άλλη μέρα ένας ερωδιός πέρασε από τη ρωγμή του τοίχου, όπου ζούσε η σαύρα που, βλέποντας τα αρχοντικά περπατήματα του πτηνού, κρατούσε την κοιλιά της από τα γέλια, και του ήρθε να τον γελάσει. Άρα τον προκάλεσε σε γεύμα στον τοίχο του πάνω στο οποίο βρήκε στρωμένο τραπέζι ο μουσαφίρης. Ένα ρηχό πιάτο στάρι γι΄ αυτόν ενώ το σαμιαμίδι θα έτρωγε, δήθεν για προσωπικούς λόγους, σε μια χοάνη.
"Κάτσε οκλαδόν, είπε ο οικοδεσπότης έτσι, ώστε να συζητήσουμε πιο άνετα."
Ο ερωδιός, ο οποίος είχε συνηθίσει να φέρεται με ευγένεια, υπάκουσε μα έπεσε από τον τοίχο, γιατί όλοι μας, που είμαστε μορφωμένοι, ξέρουμε ότι τα πόδια του δε διπλώνονται πλάγια, σαν εκείνα του Βούδα. Στο μεταξύ το σαμιαμίδι, από το βάθος της χοάνης του, γελούσε σε βάρος του. Κατακόκκινος από ντροπή, ο ρεζίλης κάθισε επιτέλους, όπως συνήθως, ανακούκουρδα και γρήγορα αντιλήφθηκε πως του ήταν αδύνατο να πάρει από το ρηχό πιάτο στάρι με το μακρύ του ράμφος. Τότε θύμωσε και είπε στη σαύρα, της οποίας το κεφάλι προέβαλλε στο χείλος της χοάνης :
"Αηδιαστικό είναι το στάρι σου, μολυσμένο που είναι με την ερυσίβη," και πέταξε αμέσως στη φωλιά του, όπου κάθισε, αξιοπρεπής, σαν θεός στο σηκό του.
Il était une fois un petit lézard (larmeuse en Provence) prêt à tout. "J'en ai assez de cette vie, à bronzer continuellement sur le mur et à chasser les insectes. Il me faut un peu de divertissement, se disait-il." Le lendemain un héron passa près de la fissure du mur où vivait le lézard qui, voyant la démarche princière du volatile, se tenait les côtes de rire, et lui vint l'idée de le "pigeonner". Il l'invita donc à un repas sur son mur où l'invité trouva la table mise. Une assiette plate de blé pour lui tandis que le lézard mangerait, soi-disant pour des raisons personnelles, dans un creuset.
"Assieds-toi en tailleur, dit le maître de maison, ainsi nous pourrons discuter plus à l'aise".
Le héron, qui était habitué à se comporter poliment, obéit mais tomba du mur, car nous savons tous, nous qui sommes instruits, que ses pattes ne se plient pas latéralement, comme les jambes de Bouddha. Pendant ce temps le lézard, du fond de son creuset, riait à ses dépens. La tête cramoisie de honte, le gogo s'assit enfin, comme d'habitude , les pattes repliées, et se rendit vite compte qu'il lui était impossible de saisir avec son long bec le blé dans l'assiette plate . Alors il se mit en colère et dit au lézard, dont la tête dépassait de l'orifice du creuset: "Ton blé, il est dégoûtant, pollué qu'il est par la fumagine," et il s'envola aussitôt dans son nid où, digne, il s'assit, comme un dieu dans sa cella.
Dernière édition par Yves le Sam 24 Aoû - 7:37, édité 9 fois