Ο Φώτης, ένα αβρό πρόσωπο, έφτιαχνε πλίνθους τις οποίες αποθήκευε, αφότου τις είχε ψήσει στο καμίνι, σ΄ ένα εγκαταλειμμένο λατομείο τόφου. Το ζέψιμο βοδιών του τις μετέφερε ως εκεί. Υπήρκε και επιτόπου ένα βαθύ κοίλωμα χωρίς φέξιμο, από το θόλο του οποίου έπεφτε από ΄δώ και από ΄κεί νερό στάγδην. Μολοντούτο του Φώτη, του άρεσε να κοντοστέκεται κάθε φορά μια στιγμή κάτω από τη δροσιά.
Fotis, un individu courtois, fabriquait des briques qu'il entreposait, une fois qu'il les avait fait cuire au four, dans une carrière de tuf abandonnée. Son attelage de boeufs les transportait jusque là. Il y avait aussi sur place une profonde cavité sans lumière de la voûte de laquelle tombait çà et là, goutte à goutte, de l'eau. Malgré cela, Fotis éprouvait du plaisir à s'y arrêter chaque fois un petit moment à la fraîcheur.