Είχε πολλές λώθρες από τα παιδικά της χρόνια η Άννα. Συχνά την έπιαναν καρηβαρίες. Μεταξύ άλλων, άνηκε στο πλήθος αλλοδαπών που διέφυγαν τον πόλεμο ή κάτι άλλο και είχαν ακούσει για την εύκολη έμπηξη τους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθημερινά ζητιάνευε μπροστά στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Έκανε κρύο κι όμως φορούσε λασπωμένες τροχάδες. Μια φορά, την παραμονή Χριστουγέννων, μια περαστική από τη γειτονιά, το πρόσωπο χωρίς ψιμύθιο, της χαμογέλασε και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Δέκα λεπτά αργότερα, η Άννα βρήκε ένα ωραίο σπίτι, στολισμένο με λουλούδια και με το τρπαπέζι στρωμένο. Θυμάται ακόμη το νόστιμο φαγητό, με μια σαλάτα αντράκλα με τυρί κι ένα πιάτο θρίδακες.
Elle avait beaucoup d'ennuis depuis son enfance, Anna. Souvent elle prenait des vertiges. Elle appartenait, entre autres choses, à la multitude d'étrangers qui fuyaient la guerre ou autre chose et avait entendu parler de leur entrée facile dans les pays de l'Union Européenne. Chaque jour elle mendiait devant la plus grande librairie de la ville. Il faisait froid et pourtant portait des sandalettes boueuses. Un jour, la veille de Noël, une passante du quartier, le visage sans fard, lui sourit et lui fit signe de la suivre. Dix minutes plus tard Anna trouva une belle maison, décorée de fleurs et la table mise. Elle se souvient encore du repas succulent, avec une salade de pourpier au fromage et un plat de pâtes.