Ο μυλωνάς του χωριού δε ζούσε μέσα στη χλιδή, δεν τον ένοιαζε η άνεση. Αρκούνταν σε απλά πράγματα, παραδείγματος χάρη στην θελξίνοο ατμοσφαίρα του μύλου του, στη σκονή του πίτυρου που σκοτείνιαζε όλο το εργαστήριο και δεν όζει άσχημα γι΄αυτον. Του άρεσε ο μονότονος θόρυβος της μυλόπετρας που σπάει το στάρι. Ξυπόλυτος στο μύλο, φορούσε εμπίλια μόνο για τις γιορτές. Τότε πορευόταν προς τη κωμόπολη, ακολουθώντας την όχθη του ποταμού τον οποίο περιέβαλλαν πολλές σκλήθρες.
Le meunier du village ne vivait pas dans le luxe, il se moquait du confort. Il se contentait de choses simples, par exemple de l'atmosphère du moulin qui lui ravissait le coeur, de la poussière de son qui assombrissait tout l'atelier et ne sent pas mauvais d'après lui. Il aimait le bruit monotone de la meule qui écrase le blé. Pieds nus dans le moulin, il portait des chaussures seulement pour les fêtes. Alors il faisait route vers le bourg, en suivant la rive du fleuve que bordaient de nombreux aulnes.