Όσο ο φίλος του της πρώτης τοιχαρχίας ήτανε βάρδια στο κατάστρωμα του τορπιλοβόλου, ο Αριστείδης έβλεπε στο όνειρό του δυο έντομα, ένα μυρμήγκι κι ένα τζιτζίκι. Έκανε ζέστη και το πρώτο ζώο, που κουβαλούσε έναν ψόφιο κηφήνα, σταμάτησε, απορημένο, κοντά στο κάτω μέρος μιας τρυανταφυλλιάς. Εκεί λαλούσε μεγαλόφωνα το δεύτερο ζώο.
"Βρε, κουτσομπόλα! ξεφώνισε το μυρμήγκι, μη μας ζαλίζεις το κεφάλι! Πάψε πια αυθωρί! Εξ ορισμού, αποκλείω διαρρήδην τις συζητήσεις περί όνου σκιάς. Τι χρείαζεται να κουνάς ξέφρενα τα λαγόνια σου; Περνιέσαι για μια φόρμιγγα;"
Στη στιγμή, ο φίλος του Αριστείδη, που είχε τελειώσει τη βάρδια του, τον τίναξε.
"Ήρθε η σειρά σου!" του είπε.
Pendant que son ami de la première équipe était de quart sur le pont du torpilleur, Aristide voyait dans son rêve deux insectes, une fourmi et une cigale. Il faisait chaud et le premier animal, qui transportait un faux-bourdon crevé, s'arrêta, interdit, près de la partie basse d'un rosier. Là chantait à haute voix le second animal.
"Alors pipelette! s'écria la fourmi, ne nous casse pas la tête! Arrête-ça sur le champ! Par définition, j'exclus formellement les discussions sans importance. A quoi te sert d'agiter frénétiquement tes flancs? Tu te prends pour une phormyx ?
Dans l'instant, l'ami d'Aristide, qui avait terminé son quart, le secoua.
"C'est ton tour! lui dit-il.