Η Νίτσα χασομερούσε στο περιβόλι. Με την πρώτη ματιά, διέκρινε στα κλαδιά της παλιάς μηλιάς μια τούφα ιξού και υποσχέθηκε στον εαυτό της να την κόψει αργότερα. Έπειτα προχώρησε εξαπίνης ως το σιντριβάνι που περιέβαλλαν άσπρα λείρια. Τα ρουθούνια της ακούμπησαν τον κάλικα ενός άνθους , το μεθυστικό άρωμα του οποίου προκάλεσε τη μύσιν των βλεφάρων της. Τότε θυμήθηκε την γιαγιά της που της ξαναέλεγε διαρκώς ότι άνθιζαν τον ιούνιο τα άσπρα λείρια, να προσέχει, όταν έκανε μπάνιο, τη μύραινα, και ιδίως αυτή την φανταστική ιστορία που διηγούνταν το χειμώνα, κοντά στο τζάκι : κάποτε η άελλα την είχε παρασύρει ως το ρέμα και είχε αρπάξει τον ορμαθό κλειδιών της, τον οποίο δεν βρήκε ποτέ πια.
Nitsa flânait dans le verger. Du premier coup d'oeil elle distingua dans les branches du vieux pommier une touffe de gui qu'elle se promit de couper plus tard. Ensuite elle avança inopinément jusqu'au jet d'eau qu'entouraient des lys blancs. Ses narines touchèrent le calice d'une fleur dont le parfum enivrant provoqua la fermeture de ses paupières. Alors elle se souvint de sa grand-mère qui lui répétait continuellement que les lys blancs fleurissaient en juin, qu'il fallait qu'elle fasse attention quand elle se baignait à la murène, et surtout de cette histoire fantastique qu'elle racontait l'hiver, près de la cheminée: un jour, la tempête l'avait emportée jusqu'au ruisseau et lui avait ravi son trousseau de clés, qu'elle ne trouva jamais plus.
Dernière édition par Yves le Dim 7 Sep - 7:32, édité 1 fois