Έναστρος ήταν εκείνη τη νύχτα ο ουρανός στη Σπιναλόγκα. Πολλοί λωβιάρες διαδέχονταν τους Τούρκους που είχαν ζήσει στο νησάκι. Δεν υπήρχε πια οχλαγωγία στον εμπορικό δρόμο. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ένας λεπρός , ακουμπισμένος σ΄ έναν τοίχο, δεν κοιμόταν, κοίταζε τον ουρανό, ήκιστα συγκινημένος από το θέαμα του ουράνιου θόλου. Ξαφνικά διάττοντες αστέρες, μια σωστή φωτεινή βροχή, διέσχισε το σκοτάδι. Γρήγορα ο άντρας έκανε μια ευχή, να γυρίσει, πριν πεθάνει, στον τόπο του, στην Παλαιόχωρα Χανίων, αλλά απ΄ το έρκος των οδόντων δεν εξέφυγε η παραμικρή λέξη. Θλιμμένο έγινε το διάτορο πρόσωπό του, ιόχρουν από την αρρώστια.
Cette nuit-là le ciel était étoilé à Spinalonga. Beaucoup de lépreux succédaient aux Turcs qui avaient vécu sur l' îlot. Il n'y avait plus la cohue dans la rue des commerces. Dans le calme de la nuit un lépreux, adossé à un mur, ne dormait pas, il regardait le ciel, pas du tout ému par le spectacle de la voûte céleste. Soudain des étoiles filantes, une véritable pluie de lumière, traversa l'obscurité. Vite l' homme fit un voeu, celui de revenir, avant de mourir, dans son village natal, à Palaiochora de Chania, mais pas le moindre mot ne sortit de ses lèvres. Son visage violet, miné par la maladie, reflétait la désolation.