Η ενάρετη Άννα πέθανε την πρώτη μέρα της άνοιξης και, ένα λεπτό αργότερα, χωρίς να καταλάβει τι συνέβη, έφθασε στην άκρη της γης, σ΄ έναν
ατέκμαρτο τόπο, κοντά στον Ωκεανό. Εκεί την περίμενε ο Ζέφυρος που
όζει το ρόδο και αναγγέλλει, με τον
ήθμο της φωνής του που αποκρύβει τους βαρείς τόνους, το τέρμα του ταξιδιού και την είσοδο της
Ηλύσιας Πεδίας. Η Άννα προχωρούσε εύκολα,
ούτως ειπείν σαν να ήταν σε μια κυλιόμενη σκάλα, και σε μια στροφή αναγνώρισε τις τρεις Μοίρες που μιλιούνται
υφέν ασταμάτητα και της έκαναν ένα φιλικό νεύμα. Στα πόδια τους, σκορπισμένα, ένα πλήθος από
αδράχτια. Μεταξύ τους ξεχώρισε το δικό της, του οποίου η Άτροπος μόλις είχε κόψει τη κλωστή, ακόμη σπαρταριστή.
La vertueuse Anna mourut le premier jour du printemps et, un instant plus tard, sans comprendre ce qui s'était produit, arriva au bout de la terre, dans un lieu inconnu près d' Océan. Là l'attendait Zéphyr qui sent la rose et annonce, avec le filtre de sa voix qui occulte les sons graves, la fin du voyage et l'entrée des Champs Elysées. Anna avançait sans peine, comme si elle était, d'une certaine manière, sur un tapis roulant, et dans un tournant elle reconnut les trois Moires qui se parlent mutuellement sans arrêt et qui lui firent un signe de tête amical. A leurs pieds, éparpillés, une foule de fuseaux. Parmi eux elle distingua le sien, dont Atropos venait de couper le fil, encore frétillant. Dernière édition par Yves le Sam 4 Oct - 21:25, édité 1 fois