"Συνέβη στο νησί μας το πράγμα. Στην εποχή μου οι γυναίκες φορούσαν μεσοφόρια, ένα γυναικείο κόλπο για να παίζουν τα μάτια των ανδρών. Εν ολίγοις ο ψάλτης της εκκλησίας είχε παντρευτεί μια κόρη εκπάγλου καλλονής από τη Χώρα.Κάποτε μάθανε από τον παππά μας ότι έπρεπε να σταματήσει το ψαλμό γιατί, δήθεν, ο κακομοίρης πάθαινε μια ζημιά στο λάρυγγα, ένα είδος ογκώματος, νομίζω ότι λέγεται ραβδο...μύωμα. Μαράθηκε ραγδήν λόγω της αρρώστιας του, αλλά όχι η ομορφιά της συζύγου του. Κι όμως καλοήθης ήτανε ο όγκος, αλλά ο μακαρίτης είχε χάσει το ηθικό του.
Το χειρότερο απ΄ όλα είναι ότι άρχισε να τρώει οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς : χώμα, ξύλο, μέταλλα, ναι...μέταλλα. Φαίνεται πως είναι μια ψυχική αρρώστια που ονομάζεται ξενορεξία. Υποτάσσεσαι στη μοίρα σου , άκου τι σου λέω, πρόκειται για ασθένεια κατάλληλη για τους ψάλτες, το λέει το γνωμικό :"Όπως του κανοναρχείς, ψέλνει".
Όσον αφορά τη καλλονή, δεν άντεξε την κατάσταση και, μια φορά, έγινε έξω φρενών και παράτησε το ψάλτη μας. Δύσκολη η ζωή !"
"La chose s'est passée dans notre île. De mon temps les femmes portaient des jupons, un truc de femme pour que les hommes les lorgnent. Bref le chantre de l'église avait marié une fille éblouissante de beauté, originaire du chef-lieu.
Un jour on apprit par le pope qu'il fallait qu'il s'arrête de chanter parce que, soi-disant, le malheureux
souffrait d'un mal au larynx, une sorte d'excroissance, je crois qu'on l' appelle un my...ome. Il s'étiola rapidement à cause de sa maladie,en tout cas pas la beauté de son épouse. Et pourtant c'était une grosseur bénigne, mais le regretté avait perdu le moral.
Le pire de tout c'est qu'il se mit à manger tout ce que tu peux imaginer : de la terre, du bois, des métaux, oui... des métaux. Il paraît que c'est une maladie psychique nommée l'olophagie. Tu es l'esclave de ton sort, écoute-moi bien, il s'agit d'une maladie propre aux chantres,la maxime le dit: comme tu lui dis de psalmodier, il psalmodie.
Quant à sa beauté,elle ne supporta pas la situation et, un jour,elle laissa tomber notre chantre. Dure, la vie !"
N'étant pas porté sur la médecine, le mot français correspondant à ξενορεξία, je l'ignore, alors je l'ai
inventé.