"Μαμά, ο γείτονας μας, αυτός που έχει ένα δασύθριξ στήθος, έριξε μια χοïκή μπάλα στο πρόσωπό μου κι έσπασε τις οπτικές υέλους μου." Και ο πιτσιρίκος έβαλε τις φωνές, ενώ ακούγονταν από το δρόμο οι οιμωγές της μητέρας που έβλεπε οιδαλέα τα μάτια του. Ύστερα από λίγο συνήλθε και σκούπισε τα δάκρυά του μ΄ ένα χειρόμακτρον. Εκείνη τη στιγμή έφθασε ο πατέρας, στραβομουτσουνιασμένος , μόλις χτύπησε πάνω σε ύφαλο η βάρκα του.
"Maman, notre voisin, celui qui a une poitrine velue, m' a lancé au visage une boule de terre et il a brisé mes verres optiques." Et le gamin poussa des cris, alors que de la rue on entendait les lamentations de la mère qui voyait ses yeux tuméfiés. Peu après elle reprit ses esprits et essuya avec une serviette ses larmes. Sur ces entrefaites arriva le père, qui faisait grise mine, sa barque venait de heurter un écueil.