Ο Καδής φορούσε μια κομψή μεταξωτή κελεμπία, όταν δέχτηκε σε ακρόαση το μηνυτή που εξέθεσε αμέσως τις θέσεις του. Την παραμονή, πρωί πρωί, ενώ φυσούσε ένας εωθινός αέρας και πήγαινε να ελέγξει την ικμάδα των χωμάτων του, βιάστηκε να ξεζέψει τον γάιδαρό του, αμέσως μόλις δεν διέκρινε πια τα λαχανικά του. Τα κάλυπτε μια ιλυώδης άργιλος. Από την άποψή του, έφταιγε εκείνη η έχιδνα, ο γείτονάς του που τον ζήλευε και είχε βγάλει όλα τα παρεμβύσματα και αποσυνδέσει σκόπιμα τους σωλήνες.
Le Cadi portait une élégante djellaba en soie lorsqu'il reçut en audience le plaignant qui exposa immédiatement sa théorie. La veille, de bon matin, alors que soufflait un vent matinal et qu'il allait contrôler l'humidité de ses terres, il se dépêcha de dételer son âne dès qu'il ne distingua plus ses légumes. Les recouvrait une argile fangeuse. A son avis, le coupable était ce scélérat, son voisin qui le jalousait et avait ôté tous les joints et débranché exprès les tuyaux.