Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ερύθακος, Περίεργος και περήφανος για τον κόκκινο λαιμό του, τον οποίο επιδείκνυε κάθε λίγο και λιγάκι στα άλλα πουλιά κι επίσης στους ανθρώπους τους οποίους, όπως ξέρετε, δε φοβάται. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα, έπαιζε κοντά του, στο δάσος, ένας εσμός προσκόπων που πότε πότε συγκεντρωνόταν και φώναζε ένα περίεργο σύνθημα:" Έσο έτοιμος!" Πλησίασε ο ερύθακος και διέκρινε ένα αγόρι με κόκκινο μαντίλι γύρω στο λαίμο του που μάζευε όμορφα λείρια. Το πουλί ακούμπησε στον ώμο του και του είπε:" Πες μου, δυοίν θάτερον είτε προτιμάς το χρώμα του λαιμού μου, είτε εκείνο του βηρύλλου που φοράς στο δάχτυλο;" Αβρός όπως και όλοι οι πρόσκοποι το αγόρι απάντησε:"Το χρώμα σου, βεβαίως!" Τότε, κορδωμένος, ο κοκκινολαίμης τιτίβισε και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Il était une fois un rouge-gorge. Curieux et fier de sa gorge rouge qu'il exhibait à tout bout de champ devant les autres oiseaux et aussi devant les gens que, comme vous le savez, il ne craint pas. Or, ce jour-là, s'ébattait près de lui, dans la forêt, un essaim de scouts qui de temps en temps se rassemblait et criait un mot d'ordre curieux:"Toujours prêt!" Le rouge-gorge s'approcha et distingua un garçon avec un foulard rouge autour du cou qui cueillait de beaux narcisses. L'oiseau se posa sur son épaule et lui dit:"Dis-moi, de deux choses l'une, ou bien tu préfères la couleur de ma gorge ou bien celle de l' aigue-marine que tu portes au doigt?" Courtois comme tous les scouts, le garçon répondit:" Ta couleur, bien sûr!" Alors, se rengorgeant, le rouge-gorge gazouilla et s'envola haut vers le ciel.