Ο βουδιστής μοναχός, κεκαρμένος εν χρω από τα παιδικά του χρόνια, αισθάνεται εξαπίνης μέσα του μια μεγάλη γαλήνη σ΄ αυτό το ναό του Νεπάλ, όπου δεν ακούγεται κανένα ρέκασμα. Περνάει ήσυχες μέρες, επαναλαμβάνοντας διαρκώς στο μισοσκόταδο των κεριών από στέαρ τις ίδιες μονότονες προσευχές και, συνελόντι ειπείν, απόλυτα πεπεισμένος ότι είναι ο διαπρύσιος κήρυκας της αδελφοσύνης των λαών, λεληθότως και εν αγνοία μας.
Le moine bouddhiste, crâne rasé depuis qu'il est enfant, ressent implicitement en lui une grande sérénité dans ce temple du Népal, où on n'entend aucun cri. Il passe des journées calmes, répétant continuellement dans la pénombre des cierges de suif les mêmes monotones prières, et, pour être bref, absolument convaincu qu'il est le chantre de la fraternité des peuples, furtivement et à notre insu.