Κάτω από τα υγρά ειλήματα των μπουντρουνιών σοβούσε από καιρό το μίσος των καταδικασμένων για τους κέρβερούς τους που τους επέβαλλαν όλο και πιο πολλά ρηξικέλευθα καψόνια. Αλλά όλοι τους αυτοί οι καταπιεσμένοι άντρες νόμιζαν ότι ήταν η ειμαρμένη τους να γλιτώσουν. Σε λίγες ώρες, κατά τη φάση της ρηχίας, θα άρχιζε η εξέγερση και η απελευθέρωση των σκλάβων. Να τα πάρουν ο διάβολος, εκείνα να μέσπιλα της φυλακής! έλεγαν στον εαυτό τους.
Sous les voûtes humides des cachots des prisons couvait depuis longtemps la haine des condamnés pour leurs cerbères qui leur faisaient subir des brimades toujours plus radicales. Mais tous ces hommes opprimés pensaient que leur destin était de s'en sortir. Dans quelques heures, pendant la phase du jusant, débuterait l'insurrection et la libération des esclaves. "Qu'ils aillent au diable, ces incapables de la prison", se disaient-ils!