Σκαρδαμύσσοντας ασταμάτητα, μία δικηγόρος κάθεται σ΄ ένα τραπέζι, στην καλύτερη ταβέρνα της συνοικίας. Αέναη η αδολεσχία της. Φαίνεται πως φορά μια περούκα, μπορεί να κάνει μάδησιν.
"Άπαγε απ΄ εμού η αξίωση, λέει! Τυλίγω τ΄ αδράχτι, όπως η μητέρα μου, και πλέκω μάλλινες κάλτσες για το χειμώνα.
-Όχι εγώ, απαντά μ΄ ένα ιταμό ύφος η φιλάρεσκη συμβολαιογράφος, καθιστή απέναντι της φίλης της, χειμώνα καλοκαίρι φορώ νάιλον κάλτσες, κάνουν ωραίες οι γάμπες.
-Σίγουρα, ακόμα κι αν δεν είναι καλοφτιαγμένη η γυναίκα, προσθέτει η δικηγόρος.
-Αγαπητή μου, από το στόμα μου το πήρες."
Clignant des yeux sans cesse, une avocate est assise à une table, dans la meilleure taverne du quartier. Intarissable son bavardage. Apparemment elle porte une perruque, peut-être qu'elle perd ses cheveux.
"Loin de moi la prétention, dit elle! Je tourne le fuseau, comme ma mère, et je tricote des chaussettes en laine pour l'hiver.
-Pas moi, répond sur un ton méprisant la coquette notaire assise en face de son amie, je porte hiver été des bas nylon, ils font une belle jambe.
-Pour sûr, même si la femme n'est pas bien faite, ajoute l'avocate."
-Chérie, tu m'as enlevé les mots de la bouche."