Τα νώτα του εχθρικού στρατού πυροβολούσαν ακατάπαυστα τους οπλίτες της Γαλλίας, ακουμπισμένους πρηνηδόν στις ωλένες τους στο βάθος των χαρακωμάτων, μεσά στη λάσπη. Ξεκουφαίνονταν από το πανδαιμόνιο που έκαναν τα βλήματα, τα οποία έριχναν χώμα και πέτρες στο νωμίτη των πανωφοριών τους. Από το δάσος που χώριζε τους Γάλλους από τους Γερμανούς στρατιώτες απέμεναν μόνο τα μαυρισμένα πρέμνα. Κατά διαστήματα σταματούσε ο κατακλυσμός, κάθε φορά που ασχολούνταν ο εχθρός με τη μάξιν της κάννης των κανονιών. Ενθένδε ως την άκρη του κατεστραμμένου δάσους βασίλευε μια παγερή σιωπή.
Les bases arrière de l'armée ennemie tiraient sans cesse sur les fantassins français, appuyés à plat ventre sur leurs cubitus au fond des tranchées, dans la boue. Ils étaient assourdis par le vacarme que faisaient les projectiles qui projetaient terre et pierres sur les épaulettes de leurs manteaux. De la forêt qui séparait les soldats français des soldats allemands, ne restaient que les souches noircies. Par intervalles le cataclysme cessait, chaque fois que l'ennemi s'occupait de l'écouvillonnage du fût des canons. De là jusqu'à l'extrémité de la forêt détruite régnait un silence glacial.
Dernière édition par Yves le Jeu 18 Juin - 23:13, édité 2 fois