Ο Άρης ήταν από παιδί ένας άνθρωπος του θύσαι και απολέσαι που έγινε χημικός μηχανικός και μετανάστευσε στη Γαλλία. Κάποτε γύρισε πίσω στην παρώρεια του Τα'ύ'γετου, στον τόπο του της Μάνης. Είχε αλλάξει πολύ το χωριό του, αλλά υψώνονταν ακόμη κάποιοι παλαιοί πύργοι. Τότε θυμήθηκε , καθώς περπατούσε στα καύτα σοκάκια τη ζωή των ντόπιων, που τους άρεσε να αναξέουν πληγάς, να ξαναθυμίζουν τα παλιά μίση που είχαν σοβαρές και ατέκμαρτες συνέπειες για τις οικογένειες, και τον έπιασε τότε ένα σύγκρυο απέχθειας. Ενθένδε, βέβαια, δεν είχε βρει τον παράδεισο, τη νεφελοκοκκυγία, αλλά αυτός και η γυναίκα του, μια Γαλλίδα, είχαν γνωριστεί εκεί. Της έδειξε τον πατρικό πύργο, λίγο απομονωμένο από τους άλλους, άδειο, εγκαταλειμμένο, και σκεφτικός, ένιωσε χαρούμενος που τον είδε πάλι. Αλλά αισθάνθηκε ξαφνικά αμήχανος, σαν να ήταν σ΄ έναν ξένον τόπο.
Arès était depuis l'enfance un individu résolu qui devint ingénieur chimiste et émigra en France. Un jour il revint sur les pentes du Taygète, dans son lieu d'enfance du Magne. Son village avait changé, mais se dressaient encore quelques vieilles tours. Alors il se rappela, tandis qu'il marchait dans les ruelles brûlantes, la vie des autochtones, qui aimaient remuer les plaies, ruminer les vieilles haines qui avaient des conséquences graves, incalculables sur les familles, et alors le prit un frisson d' aversion. Depuis lors, certes, il n'avait pas trouvé le paradis, la Cité Idéale, mais sa femme et lui s' étaient connus là-bas. Il lui montra la tour paternelle, un peu à l'écart des autres, vide, abandonnée et, pensif, il se sentit joyeux de l'avoir revue. Mais aussi, soudain, embarrassé, comme s'il se trouvait dans un lieu étranger.
Dernière édition par Yves le Ven 21 Aoû - 7:11, édité 1 fois