Εκείνη την εποχή, οι οικογένειες συνήθιζαν, για να βελτιώσουν το μεροκάματο, να τρέφουν βόμβυκες,τοποθετημένους στο σπίτι, συχνά σ΄ ένα δωμάτιο του οποίου οι τοίχοι ήταν χωρίς στρώμα αμμοκονιάματος, πάνω σε μακριά και πλατιά ράφια που βάζανε το ένα πάνω στο άλλο. Σωστό θέαμα το βομβυκοτροφείο για τα παιδιά που ήμασταν τότε! Κατά τα ειωθότα, παίρναμε μέρος στο μάζεμα των φύλλων της συκαμινιάς που ώζαν ωραία την πρασινάδα και καταβρόχθιζαν οι άσπρες και βελουδένιες κάμπιες μ΄ ένα συνεχές θρόισμα. Εμείς φορούσαμε τσόκαρα τα οποία το βούρσωμα έκανε καινούρια και είχαμε στην τσέπη για το σχολείο ένα καλά σιδερωμένο ρινόμακτρον. Όλοι οι βόμβυκες ασχολούνταν με το φαγητό, διακεκομμένο τέσσερις φορές από αλλαγές δέρματος και νηστεία, τα όλα ήρεμα παρά τη μεγάλη συγκέντρωσή τους, καλό παράδειγμα για το φίλεριν άνθρωπο που δεν αντέχει πάντα τους όμοιούς του στην πολυκατοικία του.
A cette époque, souvent les familles avaient l' habitude, pour améliorer le maigre salaire, de nourrir des vers à soie, placés dans la maison, souvent dans une pièce dont les murs n'étaient pas enduits, sur de longues et larges étagères que l'on superposait. Véritable spectacle pour les enfants que nous étions alors, l'élevage des bombyx. Selon l'habitude, noue prenions part au ramassage des feuilles de mûrier qui sentaient bon la verdure et que dévoraient les blanches chenilles veloutées avec un bruissement continu. Nous portions des galoches que le ressemelage remettait à neuf, et nous avions en poche pour l'école un mouchoir bien repassé. Tous les vers à soie étaient absorbés par le repas, entrecoupé quatre fois par des mues et le jeûne, le tout avec calme malgré leur grande concentration, un bon exemple pour l'homme irritable qui ne supporte pas toujours ses semblables dans son immeuble.