Ο τριπίθαμος βασιλιάς του νησιού ήταν ένας ένθερμος οπαδός της λατρείας του Διονύσου και φορούσε μέρα νύχτα, όπως οι μαινάδες, τη νεβρίδα. Συνήθιζε να πελεκάει και να τρώει ωμούς τους εγχέλεις, αφού τους είχε γδάρνει, και μετά χρησιμοποιούσε το πετσί τους για το βύρσωμα του προσώπου του θεού, ο οποίος έδειχνε έτσι ένα μουντό χρώμα. Αντίθετα η επένδυση από χρυσάφι του υπολοίπου σώματος έδινε στο άγαλμα μια έκπαγλη ωραιότητα. Επειδή ο Διόνυσος ήταν ο θεός των ζωτικών υγρών : του χυμού, των ούρων, του σπέρματος, του γάλακτος, του αίματος, ο βασιλιάς απαγόρευε την πυτιά στο γάλα για την κατασκευή του τυριού.
Le roi de l'île haut de trois pouces était un fervent adepte du culte de Dionysos et portait nuit et jour, comme les ménades, la peau de faon. Il avait coutume de couper en morceaux et de manger les anguilles crues, après avoir ôté la peau qu'il utilisait ensuite pour recouvrir le visage du dieu, qui paraissait sombre. Au contraire, le revêtement en or du reste du corps donnait à la statue une beauté éblouissante. Comme Dionysos était le dieu des sucs vitaux: la sève,l'urine, le sperme, le lait, le sang, le roi interdisait la présure dans la fabrication du fromage.