Αι γενεαί αι πάσαι της πόλης είχαν μαζευτεί στο περιγιάλι για να δουν το στερνό κήτος των θαλασσών ακόμη ζωντανό. Το ζώο υπέρβαινε το πλέθρο και ακούγονταν ήδη οι κρωγμοί των γυπών που στριφογύριζαν στον ουρανό. Πολλοί κάτοικοι είχαν στο νου τους τη Δευτέρα Παρουσία. Yπήρχαν αρκετές ενδείξεις ότι κόντευε. Την παραμονή, το έρυμα που περιέβαλλε την πόλη είχε ξαφνικά γκρεμιστεί χωρίς αιτία. Καθημερινά μεγάλωνε ο αριθμός λωβιάρηδων. Επιπλέον κυκλοφορούσε μια φήμη : εξαιτίας της μεγάλης ξηρασίας στον κόσμο, θα κατέβαζαν σε λίγο τα ρολά όλα τα παντοπωλεία και θα ήταν τότε αδύνατο να κάνει κανείς ώνια.
La population de la ville, toutes générations mêlées, s'était rassemblée sur le rivage pour voir l'ultime cétacé des mers encore vivant. L'animal dépassait en longueur un plèthre et on entendait déjà les cris des vautours qui tournoyaient dans le ciel. De nombreux habitants songeaient au Jugement Dernier. Il y avait assez d'indices qu'il était proche. Les fortifications qui entouraient la ville s' étaient subitement écroulées la veille sans raison. Chaque jour le nombre de lépreux augmentait. De surcroît une rumeur circulait qu'à cause de la grande sécheresse dans le monde, toutes les épiceries baisseraient bientôt leurs rideaux et qu'il serait impossible alors de faire ses courses.