Ο νεαρός, ακόμη υπό την επήρεια της πρόνευσης του πλοίου, πατά για πρώτη φορά από τρεις μήνες σε στεριά. Τρικλίζει, καθεύδων υπό μανδραγόραν.
"Πού πας, έτσι; Του λέει, με την παρρησία του, ο ιδιοκτήτης του εδωδιμοπωλείου που καπνίζει ένα τσιγάρο στο κατώφλι του καταστήματός του, το οποίο βλέπει στο λιμάνι.
-Σ΄ εσένα, απαντά ο νεαρός. Μπούχτισα να τρώω κονσέρβες. Θέλω οπώρες, ντόπιες οπώρες"
Και συνερχόμενος σιγά σιγά από τη ζάλη του, μπαίνει στο μαγαζί, παίρνει ιδίοις του χερσίν ένα σαρκώδες ροδάκινο και δαγκώνει λαίμαργα το φρούτο, του οποίου ο χυμός στάζει στο θέναρ του.
Le jeune homme, encore sous l'effet du tangage du bateau, met pour la première fois depuis trois mois le pied sur la terre ferme. Il titube, comme s'il était ivre.
"Où vas-tu, de ce pas? Lui dit, avec son franc-parler, le propriétaire du bazar qui fume une cigarette sur le seuil de sa boutique qui donne sur le port.
-Chez toi, répond le jeune homme. J'en ai assez de manger des conserves. Je veux des fruits, des fruits du pays."
Et se remettant peu à peu de son étourdissement, il entre dans le magasin, prend de ses propres mains une pêche charnue et mord avec gourmandise dans le fruit, dont le jus dégouline dans la paume de sa main.