Εκείνη τη μέρα ο καδής έδρευε σε μια πολύτελη αίθουσα της οποίας το χίασμα των δοκών του ταβανιού ήταν τέλειο. Ο μηνυτής μπήκε αυθωρεί και παραχρήμα και, καθώς συνήθιζε να κάθεται στην χθόνα, δεν τόλμησε να πλησιάσει την πέτσινη πολυθρόνα. Ο δικαστής ήταν ένας ευκλεής επαγγελματίας και δείχθηκε φιλομειδής, όταν ο άλλος του είπε πως δεν άντεχε άλλο πια την κόρη του που έτρωγε τον αβλέμονα μέρα νύχτα και ήθελε να τη διώξει αμέσως.
Ce jour-là le cadi siégeait dans une pièce luxueuse dont le croisement des poutres du plafond était parfait. Le plaignant entra sans tarder et, comme il avait l'habitude de s'asseoir sur le sol, il n'osa pas s'approcher du fauteuil en cuir. Le juge était un professionnel reconnu et se montra souriant, lorsque l'autre lui dit qu'il ne supportait plus sa fille qui, jour et nuit, se goinfrait et qu'il voulait la chasser sur le champ.