Του μειρακίου, του αρέσει να διαβάζει παραθέματα των κάθε λογής μυθολογιών. Από το λιμάνι όπου ένας φορτωτήρας σηκώνει με την αρτάνη του κάσες μπίρες, αρχίζει να ονειρεύεται τη χώρα που λάτρευε την Κυβήβη, τη μινωïκή Κρήτη που το εντυπωσιάζει, ιδίως τη θεά των όφεων που κρατάει δύο τριπίθαμα φίδια, ή εγχέλεις. Ονειρεύεται τις προγενέστερες εποχές, πριν από την εφεύρεση του εξάντος, όταν οι θαλασσινοί χρησιμοποιούσαν τον αστρολάβο ή το οκτημόριο, όταν δεν υπήρχαν πουθενά δικηροτρίκηρα, απλά ένας εύπιστος, αφελής άνθρωπος που ήξερε να κρατάει το πυρ.
Au jeune homme, il plaît de lire des extraits de toutes sortes de mythologies. Du port où une grue soulève avec son câble des caisses de bière, il se met à rêver au pays qui adorait Cybèle, à la Crète minoenne qui l'impressionne, en particulier la déesse aux serpents qui tient deux reptiles ou anguilles de trois empans. Il rêve aux époques antérieures, avant l'invention du sextant, quand les marins utilisaient l'astrolabe ou l'octant, lorsqu'il n'existait nulle part de chandelier à cinq bougeoirs, simplement un homme naïf, crédule, qui savait conserver le feu.