Μόλις ξημέρωσε στη Λακωνία, μία γυναίκα, η εξώλης και προώλης, άρχισε να ανεβαίνει από το μονοπάτι που πηγαίνει στη Ιερά Μονή Παντάνασσας Μυστράς. Πέρασε κοντά σ΄ ένα σκάμμα και, ακούγοντας ένα βύα να φτερουγίζει από μια βελανιδιά, αναπήδηξε από φόβο. Δεν της άρεσε αυτά τα ειδεχθή πουλιά. Πιο πάνω, έριξε το αδιάφορο βλέμμα της σ΄ ένα ερίφιο κουρνιασμένο σ΄ ένα εξόγκωμα. Από ΄δώ και πέρα δεν ενδιαφερόταν πια για τίποτα, είχε μια έμμονη ιδέα, να ζήσει απομονωμένη σε μια μονή. Καθώς συλλογιζόταν τα χρόνια που πέρασε, βρέθηκε μπροστά στην εξώπορτα της Παντάνασσας Μονής. Χτύπησε το κουδούνι. Εμφανίστηκε μια καλόγρια που την οδήγησε στο εντευκτήριο. Η γυναίκα κάθισε και είδε, μέσα στο αμυδρό φως του λυχναριού,την Παναγία της εικόνας να χαμογελά, ενώ τρεμόσβηνε η θρυαλλίδα του. Τότε η καρδιά της γέμισε από την ηρεμία και τη γαλήνη του τόπου.
Dès qu'il fit jour en Laconie, une jeune femme, dépravée, commença à monter le sentier qui conduit au Monastère de la Pantanassa de Mystra. Elle passa près d'un trou rempli de sable et elle sursauta de frayeur, en entendant un grand-duc s'envoler d'un chêne. Elle n'aimait pas ces oiseaux hideux. Plus haut, elle jeta son regard indifférent sur un chevreau perché sur une hauteur. Dorénavant elle ne s'intéressait plus à rien, elle avait une idée fixe : vivre retirée dans un monastère. Alors qu'elle songeait aux années passées, elle se trouva devant la porte d'entrée du monastère de la Pantanassa. Elle sonna . Apparut une religieuse qui la conduisit au parloir. La femme s'assit et vit, dans la lumière faible de la lampe à huile, la Vierge de l'icône sourire, alors que la mèche vacillait. Alors son coeur se remplit du calme et de la sérénité du lieu.