Ένας
διαβατάρης και ο παπάς της κωμόπολης συναντήθηκαν μπροστά στο
εδωδιμοπωλείο του τετραγώνου. Ο πρώτος είπε "καλά
δεξίματα" στο ρασοφόρο που τον χαιρέτησε με
θαλπερότητα, χωρίς να κοντοσταθεί. Όλοι οι κάτοικοι θεωρούσαν τον διαβάτη ως γνήσιο
μυθοπλαστικό άτομο που σας διηγούνταν όσα περνούσαν από το κεφάλι του, δηλαδή τα ταξίδια του στις ταραγμένες θάλασσες, με πλοία που βούλιαζαν εξαιτίας έντονης
πρόνευσης, κι επίσης την τυχαία συνάντησή του μ΄ έναν μάγο, ένα είδος θεού, που δημιουργούσε με
χουν ανθρώπινα όντα πιο έξυπνα από μας.
Un passant et le pope de la bourgade se rencontrèrent devant l'épicerie du pâté de maisons. Le premier souhaita la bienvenue au religieux qui le salua chaleureusement, sans s'arrêter. Tous les habitants considéraient le passant comme un authentique individu fabulateur qui vous racontait tout ce qui lui passait par la tête, par exemple ses voyages sur les mers déchaînées, sur des bateaux qui coulaient en raison d'un fort tangage, et aussi sa rencontre fortuite avec un sorcier, une sorte de dieu, qui créait avec de la terre des êtres humains plus intelligents que nous.