Ο άνδρας έφθασε νύκτωρ με τα πόδια στο σπίτι του. Απείχε μισή ώρα από το σιδηροδρομικό σταθμό όπου δούλευε ως τροχοπεδητής. Ανέβηκε αμέσως τις σκάλες που πήγαιναν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού του. Κουκουλωμένο με την κουβέρτα , έκλαιγε πάλι. Ο πατέρας το πλησίασε και του είπε :"Μην ανησυχείς, ψυχάρι μου, για τα σαθρά λόγια που ακούς στο σχολείο. Κακά κι ανάποδα είναι τα παιδιά, είσαι απλούστατα θύμα της λαγωχειλίας σου ! Να είσαι πάντα φιλήκοο στην τάξη και, σαν λαγός, θα ξεπεράσεις όλους αυτούς τους αβδηρίτες!"
Πριν φύγει, το φίλησε στο μέτωπο.
L'homme arriva chez lui de nuit, à pied. La maison se trouvait à une demi-heure de la gare de chemin de fer où il travaillait à l'entretien des freins. Il monta immédiatement l'escalier qui conduisait à la chambre de son enfant. Enfoui sous la couverture, il pleurait de nouveau. Le père s'approcha de lui et lui dit :"Ne t'inquiète pas, mon trésor, pour les paroles sans fondement que tu entends à l'école. Les gosses sont bêtes et méchants, tu es tout simplement victime de ton bec-de-lièvre! Sois particulièrement attentif en classe et, comme le lièvre, tu devanceras tous ces nigauds!"
Avant de partir, il l'embrassa sur le front.