Τρέχοντας σαν τον (ωκύν) Αχιλλέα, μόλις έφθασα (ξέπνοος) στα πόδια του Ταϊγέτου του οποίου οι απότομες (κλιτύες) δεσπόζουν τον κόλπο της Καλαμάτας. Ο αέρας που εισπνέω σφυρίζει, ενώ περνά μέσα από το κενό οφειλόμενο σ΄ ένα βγαλμένο (προγόμφιο). Κάτω, στην ήρεμη θάλασσα ,όμοια με μεγάλη κηλίδα (νάφθας), έπεσε η σκοτεινιά. Μου φαίνεται πως στο γιαλό κοντοστάθηκε μια μακρά πομπή δαδούχων, τόσο πολλά είναι τα φώτα του Αγίου Νικολάου και του δρόμου που πηγαίνει στον Άγιο Δημήτρη. Πέρα απ΄ αυτό το χωριό, πάλι η σκοτεινιά, σαν να είχαν βάλει (υπομάλης) τα δαδία τους οι άνθρωποι που (δαδουχούσαν.)
Εn courant comme le rapide Achille, je viens d'arriver essoufflé au pied du Taygète dont les flancs abrupts règnent sur le golfe de Kalamata. L'air que j'inspire siffle en passant dans le vide dû à la prémolaire qu'on m'a arrachée. En bas, sur la mer calme, semblable à une grande nappe de naphte, l'obscurité est tombée. J'ai l'impression que sur le bord de mer un long cortège de porteurs de torches s'est arrêté un moment, si nombreuses sont les lumières d'Agios Nicolaos et de la route qui mène à Agios Dimitrios. Au-delà du village, de nouveau l'obscurité, comme si les gens qui portaient des torches les avaient mises sous le manteau.