Μια ομάδα δώδεκα (απελατών), (απειρόκαλοι) άνδρες συνηθισμένοι για την (απείθεια) στους νόμους, πορεύονταν προς το (λημέρι) τους μ΄ ένα κοπάδι βόδια κλεμμένα την προπαραμονή στον βορρά. Επειδή είχαν κοιμηθεί τον (νήδυμο), χωράτευαν απόλυτα βέβαιοι για την επιτυχία τους. Στο μεταξύ, αρκετές (οργιές) μακριά από εκεί, στον ποταμό, ο (οπτήρ) μιας ακτοφυλακίδας ειδοποίησε τον κυβερνήτη που ζήτησε από τον ασυρματίστη να εκπέμψει σήμα στην έφιππη φρουρά να επεμβεί αμέσως. Και οι δώδεκα απελάτες μπήκαν το βράδυ στην φυλακή.
Une bande de douze voleurs de bétail, des hommes de mauvais goût et habitués à l'insubordination devant la loi, faisaient route vers leur repaire avec un troupeau de boeufs volés l'avant-veille dans le nord. Comme ils avaient passé une excellente nuit, ils plaisantaient absolument certains de leur succès. Pendant ce temps, à un bon nombre de brasses de là, sur le fleuve, la vigie d'un garde-côte avertit le commandant qui demanda au radio d'envoyer un message à la police montée pour qu'elle intervienne immédiatement. Et les douze voleurs se retrouvèrent le soir en prison.