Ένας (ακαής) πόθος για θαλασσοπορία τον έκαιγε ασταμάτητα. Του άρεσε να κρατάει μέρα με τη μέρα τον (οίακο), χωρίς να βαριέται τη (θελξίνοο) θάλασσα. Πότε πότε όμως, μέσα από την (οπή) της διόπτρας του, παρατηρούσε τον ορίζοντα και, όποτε το (μετείκασμα) του αποκάλυπτε μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, (αυθωρεί και παραχρήμα) έπαυε να μασουλάει το ωμό κομματάκι (σέσκλο) που δεν τον άφηνε ποτέ του και πορευόταν προς το συγκεκριμένο σημείο που είχε διεγείρει το ενδιαφέρον του.
Il brûlait sans cesse d'un désir ardent pour la navigation. Il aimait tenir la barre jour après jour, sans se lasser de la mer qui le mettait en liesse. Parfois cependant, par le trou de sa longue-vue il observait l'horizon et, quand l'image encore présente lui révélait un détail intéressant, immédiatement il cessait de mâcher le morceau cru de blette qui ne le quittait jamais et faisait route vers le point précis qui avait éveillé son intérêt.
Dernière édition par Yves le Mar 14 Mai - 4:35, édité 1 fois