Πριν πάει στο μοναστήρι, ήταν ένας γνωστός (τορεύς) στην πόλη και κάποιοι έκαναν έναν κοροϊδευτικό (μορφασμό) όταν έμαθαν ότι ήθελε να διάγει ασκητικό βίο. Αυτός όμως θεωρούσε (άχροη), βαρετή την εγκόσμια του ζωή και δε φοβόταν την (αποταγή), δηλαδή την απάρνηση των εγκόσμιων αγαθών. Κρατάει ακόμη τώρα το (μετείκασμα) της τελετής κατά την οποία αφιερώθηκε στο Θεό. Εκείνη τη μέρα ήταν εν χρω κεκαρμένος, ούτε καν το παραμικρό (στυπείον) στο κεφάλι του, μόνο μια μικρή (εφελκίδα) κατόπιν κοψήματος από το ξυφάρι. Ντρέπεται και ζητάει αμέσως συγχώρηση από το Θεό γι΄αυτή τη μικρόψυχη σκέψη.
Avant de devenir moine, c'était un artiste sculpteur connu en ville et quelques-uns firent une grimace moqueuse lorsqu'ils apprirent qu'il voulait mener une vie ascétique. Mais lui considérait sa vie terrestre terne, pesante et n'avait pas peur du renoncement, je veux dire de la renonciation aux biens de ce monde. Il a encore maintenant en tête l'image de la cérémonie au cours de laquelle il se consacra à Dieu. Ce jour-là il n'avait plus un seul cheveu, pas la plus petite étoupe sur la tête, seulement une petite croûte due à une coupure par le rasoir. Il se sent honteux et demande immédiatement pardon à Dieu pour cette pensée pusillanime.
Χάρη στα ελληνικά, ξέρεις να γράφεις : a(sc)étique =άσκηση. A ne pas confondre avec acétique = du latin acetum: vinaigre.