Ο κυβερνήτης αυτός ο ίδιος τον είχε προσλάβει ως (οπτήρα) κι όμως ήταν ακόμη (μείραξ). Όπως να ΄ναι ο κυβερνήτης έπαιρνε μόνο ύποψη του γι΄ αυτή τη θέση την καλή όραση και την ευκινησία. Κάποτε το μειράκιο, μάλλον ταπεινό, χωρίς (οίηση), είχε έναν (προγόμφιο) χαλασμένο που του προκάλεσε ένα τόσο ισχυρό πονόδοντο, που απ΄ τη κορφή του καταρτιού δεν άντεχε ούτε καν τον (κρωγμό) των γλάρων και επομένως, την (επιούσα), θύμωσε όταν ο κυβερνήτης το μάλωσε για ασήμαντη αιτία. Δυο μέρες αργότερα, όταν το πλοίο άραξε στην επόμενη σκάλα, ο μείραξ που νόμιζε ότι ο πλοίαρχος σκόπευε να το διώξει αμέσως και θα αναγκαζόταν να φτιάξει ξανά (ταρσώματα) για λίγα λεφτά, διασταύρωσε στο κατάστρωμα το βλέμμα του, το οποίο του φάνηκε τρύφερο, και ανακουφίστηκε.
Le commandant de bord en personne l'avait embauché comme vigie et pourtant c'était un tout jeune homme. Quoi qu'il en soit, le commandant ne tenait compte pour ce poste que d'une bonne vue et de l'agilité. Un jour le jeune homme, plutôt effacé, pas du tout présomptueux, eut une molaire abîmée qui lui faisait tellement mal que, du sommet du mât, il ne supportait même pas le cri des mouettes et par conséquent, le jour suivant, il se mit en colère lorsque le commandant le réprimanda pour un motif futile. Deux jours plus tard, lorsque le bateau mouilla à l'escale suivante, le jeune homme, qui pensait que le capitaine du vaisseau avait l'intention de le renvoyer immédiatement et qu'il serait forcé de fabriquer à nouveau pour un faible revenu des claies, croisa sur le pont son regard qui lui parut tendre, et il fut soulagé.