Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γερόλυκος. Ήταν πέτσι και κόκαλο. Ένα βράδυ βγήκε από το δάσος και προχώρησε αργά στην πόλη. Πλησίασε το κέντρο απ΄ όπου ανέδιδε μια ευχάριστη οσμή, για την ακρίβεια μια οσμή θύννου. Στην πραγματικότητα στο καφωδείο της πόλης έτρωγαν θεατές που έβλεπαν γυναίκες που τραγουδούσαν και χόρευαν. Το ζώο απογοητεύθηκε που δεν μπορούσε να δοκιμάσει το ψάρι και , εξαντλημένο, επέρεισε στον κορμό μιας μουσμουλιάς και περίμενε να παρουσιαστεί μια ευκαιρία. Από καιρό το δένδρο είχε αρρωστήσει από κομμίωση και λίγη γόμμα κύλησε στις τρίχες του λύκου που έξεσε με τα νύχια του την ράχη. Κούνησε τα κλαδιά της μουσμουλιάς που άφησε να πέσει ένα ώριμο μέσπιλον . Τότε ο γερόλυκος θυμήθηκε τα καταφρονητικά λόγια της αλεπού :"Μπα! Αγουρίδες είναι !" Αυτός δεν έφυγε και το μούσμουλο το βρήκε νόστιμο.
. Il était une fois un vieux loup. Il n'avait que les os et la peau. Un soir il sortit de la forêt et avança vers la ville. Il s'approcha du centre d'où s'échappait une odeur agréable, une odeur de thon. En fait au café-concert de la ville des spectateurs mangeaient et regardaient des femmes qui chantaient et dansaient. L'animal fut déçu de ne pouvoir goûter le poisson et, épuisé, il s'adossa contre le tronc d'un néflier et attendit qu'une occasion se présente. Depuis longtemps l'arbre était atteint de gommose et un peu de gomme coula sur les poils du loup qui se gratta le dos avec ses griffes. Il fit bouger les branches du néflier qui laissa tomber une nèfle mûre. Alors le vieux loup se souvint des mots méprisants du renard :"Bah! Ils sont bons pour des goujats!" Lui ne partit pas et la nèfle, il la trouva délicieuse.